Οι περισσότεροι αθλητές για να πετύχουν διακρίσεις, να κατακτήσουν προσωπικούς στόχους (όπως μια θέση στην βασική ενδεκάδα ποδοσφαίρου) καλούνται συχνά να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Στην προσπάθειά τους αυτή, συνήθως βλέπουν σύμμαχο τις υπέρμετρες φιλοδοξίες τους.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι «πλεονέκτες στα θέλω» τους σχετικά με τους στόχους τους. Και όσο πιο μικροί σε ηλικία είναι οι αθλητές τόσο μεγαλύτερο πείσμα καταβάλουν στις προσπάθειές τους.
Φυσικά κάτι τέτοιο δουλεύει προς την επιθυμητή κατεύθυνση! Οι προπονητές, αξιοποιώντας τον εγωισμό των αγωνιζόμενων για ανάδειξη και επιβεβαίωση των ικανοτήτων τους, συχνά τους δίνουν το καλύτερο φυσικό αναβολικό για να μπορέσουν να δουλέψουν ακόμα σκληρότερα και να αποδώσουν ακόμα καλύτερα στο αγωνιστικό περιβάλλον.
Υπάρχουν όμως και κάποιες κρυμμένες συνήθως πτυχές σε αυτού του είδους την παρακίνηση. Η πρώτη έχει να κάνει με το κομμάτι της αποτυχίας.
Μιλάμε δηλαδή για την περίπτωση όπου ο αθλητής "τα έχει δώσει όλα", και πιστεύει ότι μπορεί να κάνει και το κάτι παραπάνω. Επιπλέον, έχει «ποτιστεί» με την ιδέα πως χωρίς την επιτυχία την συγκεκριμένη στιγμή στον συγκεκριμένο αγώνα, (μολονότι τα έχει δώσει όλα κατά την εκτίμησή του), η αναγνώριση των προσπαθειών και των κόπων του δεν θα έρθει ποτέ και από κανέναν.
Αλλά οι αρνητικές σκέψεις δεν σταματούν εδώ
Οι σκέψεις γίνονται πιο βαθιές και η ιδέα "αφού απέτυχα σε αυτήν την προσπάθεια θα αποτύχω και στις υπόλοιπες", ή ακόμα χειρότερα "δεν υπάρχει λόγος να ξαναπροσπαθήσω" φαίνεται να κερδίζει συνεχώς έδαφος. Εδώ τίθεται ξεκάθαρα το ζήτημα της ψυχολογικής προετοιμασίας και υποστήριξης του αθλητή. Δηλαδή η διαχείριση της αποτυχίας, έχει ίση βαρύτητα με την προετοιμασία του αγωνιζόμενου πριν την διεξαγωγή του αγώνα.Καλό είναι, λοιπόν, να δίνεται βαρύτητα στις δυνατότητες του αθλητή και κατά πόσο μπορούν να συμβαδίσουν με τις προσδοκίες του προπονητή του, της οικογένειάς του αλλά και του ίδιου.
Δεν είναι λίγοι οι αθλητές που ονειρεύονται να κάνουν την υπέρβαση, όμως οι ικανότητες ή και οι δυνατότητές τους τούς προδίδουν.
Μήπως τα όνειρα είναι πολύ χρήσιμα σε βαθμό να δίνουν ώθηση για μεγαλύτερη προσπάθεια και όχι φρούδες ελπίδες για κάτι που θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένος;
Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό της επιτυχίας. Όταν ο αθλητής πετυχαίνει τους στόχους που έχει θέσει αλλά δεν καταφέρνει εντούτοις να είναι ικανοποιημένος, και κατ’ επέκταση ευτυχισμένος.
Εδώ ξεπροβάλει και πάλι το θέμα του ψυχικού κόσμου του αθλητή καθώς θα πρέπει να υπάρχει κάποιος που θα βοηθά τον ασκούμενο να ξεκαθαρίσει το τοπίο, να επαναπροσδιορίσει τους στόχους του και φυσικά να κατατάξει τα θέλω του σε πραγματοποιήσιμα ή όχι.
Γιατί λοιπόν βλέπουμε δυσαρεστημένους αθλητές όταν τα πράγματα πάνε καλά; Μήπως γιατί αυτό το "καλά" το βλέπουμε εμείς ως τρίτοι; Ή μήπως γιατί πράγματι κάτι τους απασχολεί;
Για να λυθεί αυτή η αμφιθυμία καλό είναι να ξεκινήσει η αναζήτηση μαζί με τον αθλητή. Κι όταν λέω ΜΑΖΙ, εννοώ ότι δεν μπορούμε να έχουμε εμείς καλύτερη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα από τον ίδιο τον αθλητή.
Στην περίπτωση αυτή λοιπόν, ο ρόλος της οικογένειας, των παραγόντων της ομάδας αλλά και άλλων προσώπων που θέλουν να λένε πως είναι δίπλα στον αθλητή σε αυτήν του την προσπάθεια, είναι να τον βοηθήσουν να ξεκαθαρίσει τί είναι αυτό που πραγματικά θα του έδινε την ικανοποίηση του νικητή.
Συνήθως στο μυαλό των αθλητών βρίσκεται απλά η λέξη "νίκη".
Για αυτό δεν φταίνε φυσικά μόνο οι ίδιοι, αλλά και αυτοί που τους την εμφύσησαν.
Η νίκη μπορεί να οδηγήσει έναν αθλητή στο βάθρο κρατώντας ένα μετάλλιο ή η έλλειψή της να τον καταβαραθρώσει και να του στερήσει επικείμενες χαρές.
Συνεπώς, οι περισσότεροι που έχουν στο μυαλό τους την νίκη, κοιτούν μόνο τον πίνακα του σκορ στο τέλος του αγώνα ή βλέπουν μόνο μαύρο/ άσπρο στην απόδοσή τους, αφήνοντας "στην απέξω" το βασικό κομμάτι της ουσιαστικής και ρεαλιστικής ανάλυσης, του πώς δηλαδή έφτασαν σε αυτήν την τελική τους απόδοση.
*Ο Χρήστος Κωνσταντινίδης, είναι ψυχολόγος, απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας Α.Π.Θ. ειδικευόμενος στην συστημική θεραπεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου